Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Έλα η παράνοια!!!

Επειδή είμαι ένα βήμα πριν από την παράνοια... Εντάξει η επιστράτευση είναι επίδειξη κυβερνητικού τσαμπουκά. Αλλά από το να είμαι κατά της κυβέρνησης μέχρι το να φτάσω να σηκώσω το λάβαρο του "αγώνα" μαζί με τους ιδιοκτήτες φορτηγών έχει μια απόσταση ανάλογη με αυτήν της γης από το Άλφα του Κενταύρου.
Ακούμε "απεργία" ...και χτυπάμε παλαμάκια ανεξάρτητα με το ποιός είναι αυτός ο οποίος κατεβαίνει;;;;
Αναρωτήθηκε κανείς πόσες άδειες έχουν κάποιοι απ' τους "αγωνιστές" που εμφανίζονται ως οι σουπερ μαχητές των δικαίων του λαού; Σκέφτηκε κανείς ότι κάποιοι απ' αυτούς είναι μεγαλοεπιχειρηματίες που φορολογούνται με ψίχουλα για τα απίθανα λεφτά που βγάζουν από τα 10άδες φορτηγά τους; Σκέφτηκε κανείς ότι αυτοί είναι που αναγκάζουν τους υπαλλήλους τους οδηγούς να δουλεύουν 20ωρα πάνω στο τιμόνι, πολλές φορές χωρίς ασφάλιση; Πρόσεξε κανείς ότι το σωματείο των οδηγών (όχι των ιδιοκτητών αλλά των εργαζόμενων τους) είναι κατά των κινητοποιήσεων;
Και το βασικό ερώτημα; Είμαστε υπέρ του κλειστού επαγγέλματος, μέσω του οποίου κάποιοι θησαυρίζουν και οι οδηγοί- υπάλληλοι δεν μπορούν να βγάλουν μία άδεια γιατί δεν έχουν τα φράγκα;
Στο τέλος θα ακούσω ότι οι ιδιοκτήτες των φορτηγών είναι στην αιχμή του αγώνα του προλεταριάτου και θα καταπιώ τις κοτσίδες μου αμάσητες!!!!

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Η Θεία Βία


Κάποτε πάνω από το πτώμα κυριαρχούσε η σιωπή ή ένας λυγμός. Ακόμα κι αν κάποιος οδηγούνταν σε παραλήρημα ήταν αδιάφορος αν θα είχε κοινό και ποτέ δεν φιλοδοξούσε οι ακατάληπτες κραυγές του να ονομαστούν “δημόσιος λόγος'.
Τώρα πάνω από το πτώμα στήνεται μονίμως ένα φεστιβάλ παπαρολογίας με πιασάρικα νούμερα που “διασκεδάζουν” το κοινό με αναλύσεις για τη βία, για την αξία της ανθρώπινης ζωής, ερωτήματα για τα κίνητρα και ευχολόγια για το μέλλον
Ένας είναι ο κοινός παρονομαστής σχεδόν όλων των “αναλύσεων”: Η απλούστευση! Ένας κόσμος χωρισμένος σε θύματα και δολοφόνους ή διεφθαρμένους και επαναστάτες
Ήμουνα νιος και γέρασα να ακούω για μάχες ανάμεσα στο Θεό και στο Διάβολο, στο Καλό και στο Κακό, στον αγνό οικογενειάρχη και στον βέβηλο κομμουνισμό, στον εξαθλιωμένο εργάτη ή τον φωτισμένο διανοούμενο και τον ανθρωποφάγο καπιταλισμό
Διαφορετικές θεωρίες,, ίδια λογική: Ένας κόσμος χωρίς αποχρώσεις. Ένας κόσμος χωρισμένος με την ακρίβεια διαβήτη σε καλούς και κακούς. Και η βεβαιότητα ότι η δική μου βία είναι αυτοδικαίως δικαιωμένη.
Πολιτικοί και δημοσιογράφοι που περιγράφουν τη βία που γεννιέται κοινωνικά ως αποτέλεσμα μιας διαστροφικής ροπής προς την ανθρωποκτονία, αρνούμενοι ότι η κρατική βία, τα “άδικα αλλά επιβεβλημένα”, το σπρώξιμο προς το περιθώριο, η υπόσχεση ενός ζοφερού μέλλοντος γεννούν- σχεδόν πάντα- ένα μπάσταρδο που λέγεται Βία, πεινασμένο μονίμως, που δεν αργεί να δείξει επιθετικά τους κυνόδοντες του και να επιτίθεται. Κι αυτό το σκυλί δεν είναι ποτέ πιστό και υπάκουο.
Από την άλλη “επαναστάτες” σε ρόλο Θεού της Παλαιάς Διαθήκης.Θεός- τιμωρός, Θεός- ζωχάδας που αφαιρεί χωρίς περιστροφές τις ζωές των “αμαρτωλών”. Και όποιος διαφωνεί θα βαφτιστεί αυτομάτως κι αυτός “αμαρτωλός” και θα πέσουν πάνω οι δέκα πληγές του σεχταριστή Φαραώ.
Υπάρχει και μια άλλη κατηγορία. Αυτών που πιστεύουν ότι ο άνθρωπος ήταν πάντα ένα αγνό, φιλήσυχο πλάσμα που κάπου στο δρόμο ξεστράτισε και θα πρέπει να επιστρέψει σε έναν κόσμο γεμάτο χαμόγελα και λουλούδια, έναν κόσμο όπου όλοι θα αγκαλιάζονται και θα φιλιούνται, θύτες και θύματα, αδικοπραγούντες και αδικημένοι μαζί, χέρι- χέρι, θα οδεύσουν προς το γαλήνιο τους μέλλον. Καλές οι προθέσεις, αλλά τέτοιο κλίμα δεν υπάρχει ούτε σε στοκατζίδικο πορτ μπεμπέ, πόσο μάλλον στην κανονική ζωή
Όση ανάγκη έχουμε από δημιουργία, τόση ανάγκη έχουμε και από στάχτη. Όση ανάγκη έχουμε από θεραπεία, τόση ανάγκη έχουμε από το τραύμα και από το αίμα που τρέχει απ' αυτό. Θα ήθελα να είναι αλλιώς. Αλλά μόνο 5-10 σελίδες να διαβάσω από την ιστορία του ανθρώπινου είδους θα δω να επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι η βία είναι ανεξίτηλα γραμμένη στο DNA μας.
Τι φταίει για όλα αυτά;
Δεν ξέρω. Δεν έχω καμία διάθεση να γράψω ένα νέο Ευαγγέλιο με έτοιμες απαντήσεις
Νομίζω ότι η ρίζα του κακού είναι αυτή η εμμονή του ανθρώπινου είδους να παραμείνει στη νηπιακή ηλικία, όπου ο κόσμος θα είναι χωρισμένος σε καλούς και κακούς, σε θεούς και δαίμονες, σε φίλους και εχθρούς. Έτσι είναι πιο εύκολο να συνεχίσεις το παιχνίδι σου, να πάρεις το πιστόλι- χριστουγεννιάτικο δώρο και να πυροβολήσεις τον κακό. Αλλά στα παιδικά παιχνίδια ο κακός πεθαίνει μόνο για μια μέρα. Την επόμενη ανασταίνεται και είναι έτοιμος να δεχτεί και πάλι τα παιδικά άσφαιρα
Ο δικός μας κόσμος όμως, ο ενήλικος δεν είναι ακριβώς ο ίδιος. Οι περισσότεροι εδώ και χρόνια έχουμε πάρει άδεια οπλοφορίας από τον προσωπικό μας Θεό πυροβολούμε αδιακρίτως τον δικό μας “εχθρό”. Σε λίγο στο πεδίο της μάχης θα ψάχνεις για θύμα και δεν θα βρίσκεις. Και τότε το μόνο διαθέσιμο θύμα θα είσαι εσύ ο ίδιος. Αλλά δεν θα στρέψεις το όπλο στον εαυτό σου. Γιατί θα δειλιάσεις. Γιατί ο Θεός που σου σύστησαν στο σχολείο θεωρεί την αυτοκτονία αμάρτημα. Και τότε θα ψάξεις τους θεούς σου για να ζητήσεις συγχώρεση (πάλι σαν μετανιωμένο παιδί) και δεν θα τους βρίσκεις. Γιατί οι θεοί σου ενηλικιώθηκαν... και αυτοκτονούν χωρίς τύψεις....

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Ο αναπτήρας, η φωτιά και ο ξηρός πάγος


Δεν θυμάμαι καν χρονιά. Κάπου μεταξύ του '88 και του ΄90. Στο κέντρο της πόλης. Στην Ομόνοια. Το καφενείο “Το Νέον” μετρούσε τις τελευταίες του μέρες πριν γίνει εστιατόριο self-service και στη συνέχεια ένα άδειο κουφάρι, μια κενή υπενθύμιση για το παρελθόν της πόλης. Ο χειμώνας δίσταζε να μπει, Δεκέμβρης μήνας και τα μπουφάν παρέμεναν στα χέρια των περαστικών σαν χρυσή εφεδρεία για το χειμωνιάτικο αυτονόητο.
Είχα ξεκινήσει με τα πόδια από τη σχολή. Πάντοτε το Βικτώρια – Ομόνοια το έκανα με τα πόδια. Ποτέ με τον ηλεκτρικό. Βρήκα τον τότε συμφοιτητή μου Κώστα καθισμένο σε ένα τραπέζι που έβλεπε στην οδό Δώρου. Δίπλα του ένας γκριζομάλλης, γύρω στα 40 με σκληρά χαρακτηριστικά χαμογελούσε κοιτώντας έξω από το τζάμι. Τους καλημέρισα και κάθησα αφήνοντας στο τραπέζι το βιβλίο της Μακροοικονομικής που είχα πάρει με καθυστέρηση- πάντα με καθυστέρηση- από το βιβλιοπωλείο “Το οικονομικόν”. Ανταλλάξαμε λίγες κουβέντες, ο Κώστας μας άφησε για λίγο. Περίμενε το οικογενειακό έμβασμα στην Εθνική. Δεν θα αργούσε, είπε. Βέβαια, αν έχεις σκοπό να κάτσεις στην ουρά της Εθνικής δεν μπορείς να δώσεις με βεβαιότητα τέτοια υπόσχεση
Η αμηχανία δύο αγνώστων που μοιράζονται στο ίδιο τραπέζι. Πήρε το βιβλίο της Μακροοικονομικής και το έβαλε πάνω στην “Ελευθεροτυπία” που υπήρχε πάνω στο τραπέζι καλύπτοντας το πρωτοσέλιδο με τους τεράστιους τίτλους. Τότε τα πρωτοσέλιδα έκραζαν την πραμάτεια τους με τεράστιους τίτλους. Εποχή των σκανδάλων Κοσκωτά, του καλαμποκιού, του αυριανικού παρακράτους, της πρώτης μπόχας που ανέδυε η “Αλλαγή”
- ΑΣΟΕΕ; με ρώτησε κοιτώντας ακόμα το βιβλίο
- Ναι, του απάντησα
- Εσύ; έκανα την αφελή ερώτηση, λες και περίμενα στην ηλικία του να ασχολείται με εξεταστικές
- Εγώ δεν σπούδασα... από μαλακία μου... δεν ήξερα και τι ήθελα... μουσικός ήθελα να γίνω
- Και;
- και.... τίποτα
Ξαναγύρισε το βλέμμα έξω στο δρόμο.
- Τους βλέπεις; μου λέει χαμογελώντας.
Δεν περίμενε απάντηση
- Σε λίγα χρόνια, σε 5, σε 10, σε 20 θα χρωστάνε τα μαλλιά της κεφαλής τους, θα πηδάνε από τα παράθυρα γιατί δεν έχουν να πληρώσουν, αλλά θα βγάζουν τον σκασμό γιατί θα αισθάνονται ένοχοι.
- Ποιοι; ρώτησα έτσι για να ρωτήσω κάτι
- Όλοι αυτοί που αποφάσισαν να γίνουν κοπάδι γιατί ο τσοπάνης σφύριζε όμορφα
Δεν ξαναμίλησα. Ήταν μάλλον περιττό να κάνω άλλη μια ερώτηση τη στιγμή που ο συνομιλητής δεν την χρειαζόταν. Η σιωπή κράτησε κάποια λεπτά. Στη διάρκεια της έπιασε στα χέρια έναν αναπτήρα. Τα δάχτυλα κιτιρινισμένα μαρτυρούσαν χρόνιο καπνιστή. Κρατούσε τον αναπτήρα με τον δείκτη και τον αντίχειρα, τον χτυπούσε ξαφνικά με τον μέσο, έφερνε μια γρήγορη στροφή, σταματούσε για λίγο, τον χτυπούσε στο μαρμάρινο τραπέζι και ύστερα πάλι απ' την αρχή. Σαν ένας δικός του μετρητής του χρόνου ή καλύτερα ένας μετρονόμος, αφού τα όνειρα του ανήκαν στη μουσική.
- Έχεις πάει Αμερική; με ρώτησε συνεχίζοντας το “παιχνίδι” του
- Όχι, του απάντησα κοφτά
- Έκανα 4 χρόνια στην Αμερική. Στο Σαν Φρανσίσκο. Μη ρωτάς πώς. Ένας έρωτας... αρχίδια έρωτας... τέλος πάντων. Εκεί κηνυγάς το όνειρο, δανείζεσαι για να το κάνεις πραγματικότητα και στη συνέχεια βουτάς. Έτοιμοι είναι για μακροβούτια σου λέω.
- Για να το λες, απάντησα ψάχνοντας να βρω συνοχή στα λόγια. Εσείς οι μεγαλύτεροι έχετε ζήσει περισσότερα, είπα για να τον κολακεύσω, κάτι όμως που μάλλον δεν κατάφερα, αφού το βλέμμα του έγινε πιο σκοτεινό και καρφώθηκε πάνω μου
- Μαλακίες, μικρέ! Αυτό μας βολεύει να πιστεύετε εσείς οι πιτσιρικάδες. Εγώ ξέρεις που ήμουνα όλα αυτά τα χρόνια; Πουθενά! Στο τίποτα. Πάντα είχα ένα άλλοθι. Στον πόλεμο ήμουν αγέννητος, στο Πολυτεχνείο πολύ μεγάλος, στη μεταπολίτευση πολύ κουρασμένος. Έχουμε κολλήσει σαν τις βδέλες στις στιγμές κάποιων που έτυχε να βρεθούν στη ρωγμή του χρόνου και ρουφάμε “παράσημα”
Προσπάθησα να σταματήσω το παραλήρημα, περισσότερο γιατί με φόβησε, παρά γιατί διαφωνούσα λέγοντας διάφορα ασυνάρτητα για εξεγέρσεις και για τη “φωτιά” που είχαν κάποια χρόνια...
- Ρε μικρέ, σταμάτα να λες μαλακίες. Άκου, σε έχουν πείσει ότι όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά... Πίπες! Έχεις πάει σε συναυλίες έτσι; Ξηρός πάγος είναι, φίλε. - Τρελλή κάπνα, ροκιά και φωτιά πουθενά... Ξηρός πάγος. Μούφα καπνός δηλαδή...-
Ναι, είπα και ήταν η μόνη λέξη που μπορούσα να βγάλω από το στόμα μου. Σκέφτηκα να του πω ότι πάω μέχρι την Εθνική να δω τι κάνει ο Κώστας, αλλά σε λίγο σηκώθηκε από την καρέκλα του
- Εγώ την κάνω. Να πάρω ένα; με ρώτησε δείχνονας με το βλέμμα του τα τσιγάρα μου
- Βέβαια
- Το έχω κόψει, δεν θα το ανάψω
- ΟΚ
Έβαλε το τσιγάρο στο στόμα και άφησε τον αναπτήρα στο τραπέζι
- Κράτα τον, μου είπε.
- Ευχαριστώ
- Και πού 'σαι μικρέ. Όπου βλέπεις καπνό μην ψάχνεις να βρεις φωτιά. Κάπου αλλού μπορεί να σιγοκαίει... κι αν δεν τη βρεις βάλτην εσύ, μου είπε σχεδόν ψυθιριστά κλείνοντας μου το μάτι
Με το που βγήκε απο το καφενείο άναψα τσιγάρο. Πάντα μου ήταν δύσκολο να διαχειριστώ την ιδιορυθμία των άλλων. Πέρασαν από τότε πάνω από 20χρόνια. Τον θυμήθηκα χθες βλέποντας έναν εξηντάρη στα “ορεινά” των Εξαρχείων με ένα σβηστό τσιγάρο στο στόμα να ψάχνει σ' ένα ψυγείο ανάμεσα σε πολύχρωμα μπουκάλια. Δίπλα του μια χειρόγραφη ταμπέλα συνέχιζε να ξεθωριάζει από τον ήλιο: “Πωλείται πάγος”