Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Παραδεισένια μίζα


Εχθές καθώς σαβούρωνα ένα βουνό γαρίδες
με ρώτησε ομοτράπεζος “ειδήσεις μήπως είδες;”
Κι ανοίγω αμέσως την TV με κάποια αγωνία
πίνοντας μια γερή γουλιά, λευκό από Μαντινεία

Ευθύς εις την οθόνη μου βλέπω χοντρή κεφάλα
να ομολογεί στο χαλαρό πως ήτανε κουφάλα
τα πήρε από τους Γερμανούς αλλά ως χορηγία
διότι τότε η κυβέρνησις ήταν παντού αγία

Ήτανε πριν από καιρό, στην εποχή Σημίτη
που αν και βρώμαγε πολύ είχαν κλειστή τη μύτη
η χώρα εκσυχρονίζετο είχε μεγάλους στόχους
δεν έψαχνε για σκάνδαλα, δεν έψαχνε για ενόχους

Από τη θλίψη την πολλή και το βαρύ στομάχι
ύπνος βαθύς με τύλιξε κι ένα μικρό συνάχι
Παρόλα αυτά εμύριζα, ήταν μεγάλη η μπόχα
έφτανε μέχρι το Μπακού έφτανε και στην Ντόχα

Στον ύπνο εμφανίστηκαν τρεις άγγελοι Κυρίου
κρατούσαν μια επιταγή ενός εκατομμυρίου
“Γιατί κοιμάσαι τέκνον μου και χάνεις επεισόδια
την ώρα που γιορτάζονται της μίζας τα εισόδια;”

Ολίγον αιφνιδιάστηκα που είδα τους αγγέλους
ήμουν σχεδόν βέβαιος: ήτο η αρχή του τέλους.
Μ΄ αυτοί με καθυσήχασαν με χτύπησαν στην πλάτη
μ' ενα πλατύ χαμόγελο, μου έκλεισαν το μάτι.

“Έχουμε νέα τέκνον μου, που θα σε συγκινήσουν
στη Siemens επωλήθηκε μέρος του Παραδείσου
εμείς που είμασταν κοντά στον Άγιο Πατέρα
χορηγηθήκαμε αδρώς, θα κάνουμε καριέρα”

Κι όταν τους ρώτησα ευθύς τί θέλουν από μένα
μου απαντήσαν αυστηρά: “Μη βιάζεσαι, ένα- ένα”
Πρώτον θα κράταγα κρυφή την αποκάλυψη τους
έπρεπε να έχουνε κι αυτοί την κάποια κάλυψη τους.

Δεύτερον το αντίτιμο της άγιας χορηγίας
θα το επλήρωνα εγώ, “δε θέλω μαλακίας”
Τρίτον θα έλεγα παντού σε Ανατολή και Δύση
ότι η πώληση αυτή ήταν η μόνη λύση.

Αν δεν τα έκανα αυτά και έκανα την πάπια
θα μπαινα στα κατάστοιχα, τα μαύρα τα κοιτάπια
Ολημερίς κι ολονυχτίς θα έβραζα στον Άδη
θα με βασάνιζαν πολύ, θα μού βγαζαν το λάδι

Πετάχτηκα απ' τον ύπνο μου λουσμένος στον ιδρώτα
η τηλεόραση στη ΝΕΤ, έπαιζε Νίνο Ρότα
απ' όλο αυτό το όνειρο τι να πιστέψω πρώτα
από την παραζάλη μου χτύπησα και στην πόρτα

Μου πέρασε απ' το μυαλό να τους γαμοσταυρίσω
ψύχραιμα σκέφτηκα μετά, τις ταρζανιές ν' αφήσω
μπορούσα να εναντιωθώ, να πάρω το καλέμι
αλλά με τέτοιες απειλές μέχρι κι η Όλγα Τρέμη

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Η φοροδιαφυγή και το βερύκοκο


Για να την πνίξω την οργή που διώξαν την Γκερέκου,
έτρωγα για να γλυκαθώ βερύκοκα Μπεμπέκου
μα από τη σαστιμάρα μου κατάπια το κουκούτσι,
είδα τον ίδιο τον Χριστό με έναν χιτώνα Gucci

Πριν η ανάσα μου κοπεί και φύγω για άλλα μέρη
έφτυσα το κουκούτσι ευθύς σαν είδα Πρετεντέρη
ήτανε και η δήλωση ότι θα σφίξουν κώλοι
θα έχει και συνέχεια, η αρχή ήταν με τον Τόλη

Είμαι τόσο χαρούμενος με όλες τις εξελίξεις
φοροφυγάδες κυνηγούν χωρίς ήξεις – αφήξεις
Τραγουδιστάδες και γιατροί, λαμόγια, δικηγόροι
θα στίβωνται ενδελεχώς μέχρι να βγουν οι φόροι

Οι φοροκλέπτες θα ακούν τον Παπακωνσταντίνου
και θα ανάβουνε κερί στην Παναγιά της Τήνου
στην χώρα θα εμπεδωθεί το αίσθημα δικαίου
αυτά που γίνονταν παλιά δεν θα συμβούν εκ νέου

Και για να μην υπάρχει πια κενό εις τον Πολιτισμόν μας
και για να ενισχύσομεν τον δόλιον Τουρισμόν μας
γυναίκα θα ορκίσουμε και πάλι στη θεσάρα
σύζυγον του δημοφιλούς του Γιώργου του Νταλάρα

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Ο Τσε και η μύγα τσε- τσε!


Είναι δύσκολο στις μέρες μας να δηλώνεις σοσιαλιστής και ειδικά όταν έχεις πιάσει πρώτο τραπέζι- πίστα στα κυβερνητικά έδρανα
Όταν είσαι προ των πυλών της εξουσίας δείχνεις τη συνήθη αγάπη προς το μπαλκόνι, όχι απαραιτήτως γιατί το θέλεις, αλλά γιατί το έκαναν επιτυχώς ο παππούς σου και μπαμπάς σου. Από εκεί πετάς στον λαό σου τα σοσιαλιστικά SOS για κάθε υποψήφιο σοσιαλιστή πρωθυπουργό: Διασφάλιση του εισοδήματος των μισθωτών, όχι στους άδικους έμμεσους φόρους, κρατικός έλεγχος στις αυθαιρεσίες των τραπεζών, δημόσιες επενδύσεις που θα τονώσουν την οικονομία. Υπόσχεσαι μια επανάσταση στη λειτουργία του κράτους την ώρα που τα στελέχη σου χαμογελούν ικανοποιημένα για το επιτυχημένο concept, αναπολώντας το εφηβικό τους δωμάτιο με την αφίσα του Τσε Γκεβάρα να κατέχει την ίδια περίοπτη θέση μ' αυτή που κατείχε η εικόνα της Παναγιάς στο δωμάτιο των γονέων.
Ο λαός ψήνεται εύκολα. Άλλωστε το grill της μεταπολίτευσης λειτουργεί επιτυχώς για δεκαετίες. Και τότε έρχεται η αποκάλυψη! Λεφτά δεν υπάρχουν, ενώ είσαι βέβαιος ότι κάπου τα είχε πάρει το μάτι σου! Κάνεις μια βόλτα σε υπηρεσίες του Δημοσίου και διαπιστώνεις έκπληκτος ότι το Δημόσιο νοσεί, ενώ εσύ το είχες παραδώσει μπουμπούκι πριν από έξι χρόνια. Και επειδή ταξιδεύεις συχνά στο εξωτερικό έρχεται η μεγάλη αποκάλυψη: Υπάρχουν κερδοσκόποι!
Μέσα σε όλα αυτά, είναι και η κλιματική αλλαγή που σου 'χει στοιχειώσει την ψυχή... Οι βόρειοι θερμαίνονται, οι νότιοι ψυχραίνονται, βροχές, τέφρες, καταστροφές αναγκάζουν πολλά είδη να μεταναστεύσουν σε άλλη γη σε άλλα μέρη. Προφανώς μέσα σ' αυτό το κλιματικό αδιέξοδο, σε ένα από τα ταξίδια σου βρέθηκες αντιμέτωπος (χωρίς να το γνωρίζεις) με τη μύγα τσε- τσε. Τα συμπτώματα είναι εμφανή: Το τσίμπημα προκαλεί δερματικά εξανθήματα ( ο έρπης στο κάτω χείλος), μερική απώλεια της μνήμης (μέσα σε λίγες μέρες ξέχασες τι έλεγες στο προεκλογικό μπαλκόνι), διαταραχές στο λόγο ( σ' αυτόν τον τομέα θα μπορούσες να θεωρηθείς πρύτανης), συμπτώματα κατάθλιψης (είναι όλο συχνότερο το κουρασμένο σου βλέμμα). Το επόμενο σύμπτωμα είναι τα παραληρήματα και η συνεχής διάθεση για ύπνο. Στο παραλήρημα μάλλον έχεις φτάσει (μαζί και οι υπουργοί σου, οι οποίοι κόλλησαν πιθανώς τη νόσο στα συνεχή υπουργικά συμβούλια) αφού διαβεβαιώνεις ότι στόχος σου είναι η προστασία των αδυνάτων τη στιγμή που κόβεις ακόμα και συντάξεις των 500 ευρώ. Μέσα στο παραλήρημα και πριν πέσεις στον βαθύ ύπνο, βλέπεις τους σύντροφους σου και είσαι βέβαιος ότι κάτω από το γαλάζιο πουκάμισο κρύβεται το t-shirt με τη μορφή του Τσε! Τότε αποφασίζεις να κάνεις το άλμα προς τον σοσιαλισμό: Δηλώνεις ότι σκέφτεσαι να μηνύσεις τους κερδοσκόπους, τις μεγάλες τράπεζες που πίνουν, με τα παιχνίδια τους, το αίμα του λαού!
Πρόεδρε, οι περισσότεροι θα πουν: “Μύγα τον τσίμπησε;”. Μην ανησυχείς. Αγνόησε τους και συνέχισε τον ύπνο σου...

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Η εργατική τάξη και η παλίρροια


(Οποιοδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις δεν είναι καθόλου συμπτωματική)

Χέρια σκούρα, τραχιά, ψημένα, απ' αυτά που σου σφίγγουν το χέρι σαν τανάλια όταν σε χαιρετούν. Αυτά είναι τα χέρια των “μεγάλων” όταν μεγαλώνεις σε μια εργατοσυνοικία. Τα χέρια έχουν γραμμένα πάνω τους τα μεροκόματα και τα όνειρα έχουν κοντά πόδια. Ένα ψυγείο, μια τηλεόραση, ένα αυτοκίνητο μεταχειρισμένο. Το μόνο όνειρο που σε κάνει να ψηλώνεις είναι να σπουδάσουν τα παιδιά. Το μεγάλο όνειρο. Για τους περισσότερους οι σπουδές σταματούσαν στο Δημοτικό ή στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Αν έκανες μια μικρή έρευνα στο σόι ο αριθμός των πτυχίων ήταν ή έτεινε προς το μηδέν.

Δεκαετία του '70. Δυτική Θεσσαλονίκη. Αμπελόκηποι. Ακόμα παίζαμε στις αλάνες, λίγο πριν τις καταπιεί η αντιπαροχή. Μελανιές, σημάδια στα πόδια, στα χέρια, στο πρόσωπο. Τα ρούχα μες το χώμα και τη βρώμα. Απελπισμένες μανάδες, κάποιες ακόμα έπλεναν στο χέρι. Βλέπεις στην εκπλήρωση των ονείρων κέρδισε η τηλεόραση. Άγνωστος πόλεμος- λευκότερα λευκά: 1-0.
Το περιβάλλον των παιδικών μου χρόνων ήταν οικοδόμοι, πλακάδες, επιπλοποιοί, ο σταμνάς στη γωνία προς την οδό Πέραν, η οικογένεια των “γύφτων” με τον πατέρα της οικογένειας να περνά τον χρόνο του ρωτώντας επί χρόνια τους περαστικούς από το παράθυρο του ημιυπόγειου: “Τι ώρα είναι;”. Τότε αυτό το σκηνικό δεν μου φαινόταν φτωχό. Εγώ άλλωστε αισθανόμουν σχεδόν πλούσιος. Ο πατέρας ήταν επιχειρηματίας. Βιοτεχνία Ετοίμων Ενδυμάτων. Ένα ημιυπόγειο δίπλα ακριβώς στο πατρικό μου. Το “εργοστάσιο”, όπως θα το έλεγε αργότερα η Σόφη κι εγώ θα χαμογελούσα. Είχαμε και αυτοκίνητο. “Καραβάν” τα έλεγαν τότε, “σεντάν” αργότερα. Ακόμα και τα εκπληρωμένα όνειρα τέλειωναν σε ένα “αν”.

Δύο από τα 4 σχολεία στα οποία φοίτησα είχαν θεμελειωθεί από την Χούντα. Η μαρμάρινη επιγραφή με το όνομα του Στυλιανού Παττακού έμενε για χρόνια, εκεί δίπλα στην είσοδο, για να δέχεται την πρέπουσα μεταπολιτευτική κακοποίηση από τους πιτσιρικάδες, δηλαδή από μας.
Τα βιογραφικά στο σχολείο πολύ συχνά είχαν “Τόπος γεννήσεως: Αμβούργο, Ντυσελντορφ ή Στουτγκάρδη”. Παιδιά μεταναστών, πολλά μεγαλωμένα απ' τις γιαγιάδες, οι γονείς εργάτες, επισκέπτες του ίδιου τους του σπιτιού για χρόνια. Ένα ακόμα επεισόδιο στην ιστορία αυτών των συνοκιών, δημιουργήματα προσφύγων. Πόντιοι, Μικρασιάτες, Θρακιώτες.
Δεν πεινάσαμε ποτέ! Το χαρτζηλίκι μπορεί να ήταν μικρό αλλά έφτανε. Το “έκτακτο” της γιαγιάς θα πήγαινε για το βινύλιο των “Sex pistols”. Της γιαγιάς από την πλευρά του πατέρα. Ο παππούς ήταν συνταξιούχος σιδηροδρομικός. Ο μόνος δημόσιος υπάλληλος της οικογένειας και μάλλον ο τελευταίος. Η άλλη γιαγιά έπαιρνε μια μικρή σύνταξη, ο παππούς έπαθε εγκαφαλικό από το 1971. Ευτυχώς ο πατέρας φρόντισε να του κολλήσει κάποια ένσημα, πριν γίνει το “κακό”. Τα λίγα λεφτά δεν επηρρέαζαν ποτέ την κουζίνα. Ζυμωτό ψωμί, λαλαγγίτες, λαχανοντολμάδες που σε οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια σε μια ευτυχή βαρυστομαχιά.

Το μαγαζί πήγαινε καλά. Αγοράστηκε και το εξοχικό στην Νέα Καλλικράτεια. Αν και εκεί βρισκόταν το βασίλειο των αυθαιρέτων το δικό μας ήταν νόμιμο, ένα διαμέρισμα 50 τετραγωνικών σε πολυκατοικία. Τιμήσαμε αρκετά το παράδοξο να ζούμε σε μονοκατοικία στην πόλη και σε πολυκατοικία στις διακοπές. Εκεί, στις διακοπές γνώρισα για πρώτη φορά παιδιά που πήγαιναν σε ιδιωτικό σχολείο. Στον δικό μου κύκλο δεν υπήρχε ούτε ένας. Καλά παιδιά, αν και η πιθανότητα να βρεις κάποιον ξενέρωτο ανάμεσα τους ήταν θεαματικά μεγαλύτερη. Όχι ότι εμείς είμασταν οι μεγαλύτερες αλήτρες της υφηλίου. Κανένα χούφτωμα στα σκοτεινά δίπλα στις γραμμές του τρένου, κοπάνημα μέχρι αφυδατώσεως με Black Sabbath και Ramones σε ντίσκο με ροκ πρωινά(!!!), Αισθανόμασταν ασφαλείς. Τα πράγματα έδειχναν να πηγαίνουν καλύτερα, αν και γι αυτό το “καλύτερα” δεν είμασταν απολύτως σίγουρα όταν αρχίσαμε να αναμασάμε τσιτάτα από Μάρξ, Ένγκελς, Μπακούνιν, Γκράμσι ανακατεμένα σε σιγανή φωτιά με Σαββόπουλο, Σιδηρόπουλο και ισχυρές δόσεις από “Power to the people” και “God save the queen”. Ασυνάρτητο μείγμα, σούρεαλ κουβέντες, παρέες που ονειρεύονταν, πέντε ακόρντα στην κιθάρα η μουσική μας παιδεία, αλλά έφταναν και για τα όνειρα και για τα αυτιά της κοπέλας, η οποία θα μας χάριζε περήφανες στύσεις.
Απολυτήριο με 13,8, η Ανώτατη εκπαίδευση μπορεί να περιμένει. Μεροκάματα σε βιοτεχνία παιδικών ενδυμάτων, στα Goody's στην έκθεση, σε ξυλουργείο να κουβαλάς κορμούς δέντρων και να πέφτεις με 40 πυρετό μέσα σε 15 μέρες.

Όλα αυτά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80, όταν το μηχανογαφικό “κλήρωσε” ΑΣΟΕΕ. Κακός βαθμός στο απολυτήριο, επιτυχών της κατηγορίας “κι ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα”. Ο πατέρας υπερήφανος ήταν έτοιμος να ενισχύσει. Νέος τόπος διαμονής πλατεία Βικτωρίας. Γείτονας με συνταξιούχο μπάτσο. Συνταξιούχος γύρω στα 40 κάτι, με παιδί 2 χρονών. Πρώτη φορά θα το έβλεπες μα όχι τελευταία.

Εκείνο που έψαχνες όμως ήταν μία δημοσίευση. Μία έστω. Και ήρθε. “Νέα Οικολογία”. Απρίλιος 1987. Αμοιβή 10.000 δραχμές. Οι πύλες της δημοσιογραφίας είχαν ανοίξει πλέον, έστω και ως χαραμάδα. Θα περίμενες περίπου δύο χρόνια για δουλειά σε καθημερινή βάση. Νέα καθημερινή εφημερίδα, χτύπησες την πόρτα, σε πήραν. Μήνες απλήρωτος. Ακόμα και τις μετακινήσεις πολλές φορές τις πλήρωνες εσύ. Μετά το 6μηνο κάποια “χαρζιλίκια” από το λογιστήριο. Ξενύχτια, τρέξιμο από το πρωί μέχρι το βράδυ. Η γονική βοήθεια σπάνια έφτανε πλέον. Πάλευες για να συνεχίσεις, πάλευες για να μην γαμοσταυρίσεις έμπειρους απατεωνίσκους δημοσιογράφους, που γελούσαν βροντερά, όταν διηγούνταν τρόπους για να εξαπατήσεις τον αναγνώστη. Έκλαιγες από τα νεύρα σου. Μόνο στα ασανσέρ και τις τουαλέτες. Εκεί και μόνο εκεί, λένε, πρέπει να κλαίνε οι άντρες. Η εφημερίδα άλλαξε αφεντικό. Πήγε σε πλούσια χέρια. Και αφού αυτά τα χέρια θέλουν να γίνουν πάντα πλουσιότερα, το '91 η εφημερίδα κλείνει και μαζί της κλείνει και μια συμφωνία μαμούθ στον ΟΤΕ. Όλοι άνεργοι. Η πρώτη μου φορά

Ευτυχώς τα πλούσια χέρια διέθεταν και ραδιοσταθμό. Εκεί συνέχισες. Εκ των υστέρων θα μάθαινες ότι σύμβαση εργασίας δεν υπήρξε ποτέ. Δεκέμβρης του '91. Ατύχημα στην Κηφισίας. Συντριπτικό κάταγμα κνήμης και νεκρώσεις του δέρματος. Εξάμηνη ταλαιπωρία. Ο διευθυντής σε διαβεβαιώνει ότι “δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με τη δουλειά”. Την ώρα που κάνεις πλαστική στο δέρμα η διεύθυνση αλλάζει. Φιλόδοξη διευθύντρια, μετέπειτα γνωστή παρουσιάστρια. Με μία πατερίτσα στο χέρι ανεβοκατεβαίνεις Μαρούσι- Βικτώρια. Η “φιλόδοξη” σου λέει: “Δεν το ήξερα ότι θα γυρίσεις, είχα την εντύπωση ότι θα μείνεις στη Θεσσαλονίκη” Προφανώς είχε βγάλει το συμπέρασμα διαβάζοντας τα άστρα. Την τελευταία φορά που συναντήθηκες σε αποπήρε λέγοντας ότι έχει πολύ δουλειά. Το σκέφτηκες, αλλά δεν της έφερες την πατερίτσα στην περιποιημένη ξινή της μούρη. Άνεργος, κουτσαίνοντας, μήνες επαγγελματικής σιωπής. Τοτε αν δούλευες σε ραδιόφωνο ή τηλεόραση δεν ήσουν δημοσιογράφος για την ΕΣΗΕΑ. Το “συνδικαλιστικό” όργανο ανακαλύπτει το καινούργιο με την ταχύτητα που το Βατικανό αναγνωρίζει το ότι η γη γυρίζει.

Η επαφή με τη Θεσσαλονίκη είναι πλέον κυρίως τηλεφωνική. Και κυρίως με τη μάνα σου. “Ο μπαμπάς που είναι;”, “στο μαγαζί ακόμα, χάλασε μια μηχανή”.15ωρα δουλειάς. Και ο αδελφός εκεί δούλευε. Και έριχνε τα περισσότερα λεφτά του στα ντράμς. Αυτό ήταν το απόλυτο όνειρο του.
Θα περάσουν χρόνια στο ρεπορτάζ, θα περάσεις και από το πολιτικό. Θα σιχαθείς την τόσο ξεδιάντροπη συναλλαγή. Όχι απ' όλους. Αλλά από ενοχλητικά αρκετούς. Θα το παρατούσες με την επόμενη απόλυση από “αριστερό” διευθυντή, που θα σου πει ανακοινώντας σου την απόλυση λόγω περικοπών: “Δεν ήταν δική μου απόφαση. Το τηλέφωνο μου είναι πάντα ανοιχτό. Πάρε με για ότι χρειαστείς”. Εργοδότης μεταμφιεσμένος σε μητέρα Τερέζα. Άνοιξα την πόρτα και έφυγα.

Στη Θεσσαλονίκη οι περισσότεροι διορίστηκαν, δάσκαλοι κατά κανόνα. Άλλοι πάντα ανήσυχοι, άλλοι βολεμένοι. Κανένας πλούσιος. Στην καλύτερη περίπτωση να “κλήρωνε” κανένα διαμερισματάκι από αντιπαροχή. “Την Κατερίνα την έβαλαν στην Τράπεζα. Βολεύτηκε αυτή” θα σου έλεγε η μάνα σου. Στην τράπεζα και στο Δημόσιο ποτέ δεν “έμπαινες”. Πάντα σε έβαζαν.
Η ευημερία του μικρομεσαίου πατέρα άρχισε να κλονίζεται. Βιοτεχνίες στήνονταν στη Βουλγαρία και στα Σκόπια, εκεί απ' όπου κάποτε τα εκδρομικά γύριζαν γεμάτα σαλάμια, τυριά και βαριά αρώματα. Ο τζίρος έπεφτε, οι εισφορές ανέβαιναν. Η οικογένεια θα βίωνε μέσα στην επόμενη δεκαετία τον “Τιτανικό” της. Το ΙΚΑ θα καταπιεί το πατρικό σπίτι, το εξοχικό, την ψυχραιμία μας.
Μετά την τελευταία απόλυση, η έξοδος από τις δουλειές θα λεγόταν πλέον “αποχώρηση”. Δουλειά μόνο με μπλοκάκι. Ποτέ δώρα, ποτέ αποζημίωση. Και το ΤΕΒΕ να τρέχει. Κάποτε δούλεψες (7ωρο) για 500 ευρώ το μήνα, μείον τα 300 του ΤΕΒΕ, 200 ευρώ. Εξευτελιστικό ακόμα και για μετανάστη χωρίς χαρτιά.
Το “λαμπερό” 2004 το πέρασες άνεργος. Τα δις σφύριζαν πάνω απ' το κεφάλι σου. Φούσκωναν όλοι από περηφάνεια. Για σένα το μόνο που φούσκωνε ήταν το υπόλοιπο των καρτών σου.
Όταν χάθηκε το πατρικό δεν πήγες στη Θεσσαλονίκη. Δεν ήθελες να είσαι μπροστά. Μερικά χρόνια μετά ακόμα δεν έχεις περάσει από το πεζοδρόμιο μπροστά στο σπίτι. Πάντα από απέναντι.
Έφτασε το 2008 για να ξαναπάρεις μισθολόγιο. Με κρατήσεις για 4 ταμεία(!!!!). Τέσσερα. Αλλά δε βαριέσαι τα λεφτά ήταν καλά. Ευτυχώς. Γιατί οι γονείς περίμεναν 8 μήνες για τη σύνταξη (μετά από 42 χρόνια ασφάλισης) και η περιουσία τους πλέον ήταν ένα εκκωφαντικό τίποτα. Έπρεπε να στείλεις κι εκεί. Χαλάλι ήταν καλή η σύνταξη. Ευτυχώς βρήκε δουλειά κι ο αδελφός. 800 ευρώ, 60 ώρες τη βδομάδα, ούτε ένα ευρώ από υπερωρίες.

Τώρα η σύνταξη θα μειωθεί. Το δικό μου χρέος το ΤΕΒΕ είναι πενταψήφιο. Ευτυχώς υπάρχει δουλειά... Η δουλειά που λέει ότι πρέπει να είσαι ειλικρινής απέναντι στον κόσμο, πρέπει να είσαι πάντα με τον πιο αδύναμο κρίκο και απέναντι στην εξουσία. Έτσι τουλάχιστον έλεγε το ρομαντικό μας μυαλό αρκετά χρόνια πριν, όταν μπαίναμε σ΄αυτό τον χώρο Αλλά τελευταίως έχω ένα έντονο σφύξιμο στο στομάχι και ένα “άι σιχτίρ” κάτω απ' τη γλώσσα όταν διαβάζω άρθρα, αναλύσεις, σχόλια για τις “ευθύνες που έχουμε όλοι μας”, εκτιμήσεις για το μέλλον της εργατικής τάξης από ανθρώπους που για να έχουν μια ιδέα του τι είναι αυτό κάνουν αναζήτηση στο Google πληκτρολογώντας working class.
Αγαπητοί μου “σωτήρες”, “αναλυτές”, “σοφοί” και “λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις” καλό θα είναι να σταματήσετε να μιλάτε έτσι αψήφιστα για την εργατική τάξη, ζητώντας απ' αυτήν να σας πετάξει το σωσίβιο. Πάρτε τώρα τα κουβαδάκια σας και πηγαίνετε να παίξετε σε άλλη παραλία. Γιατί στη δική μας παραλία όταν θα έρθει η παλίρροια το πιθανότητερο είναι να πνιγείτε! Εμείς έχουμε μάθει κολύμπι από παλιά! Ο κανόνας για μας ήταν να κολυμπάμε στα βαθιά και χωρίς ναυαγοσώστες...

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Ω, Σύνταγμα, Σύνταγμα πόσο σε αγαπώ!


Μετά τα γεγονότα της 5ης Μαϊου, οι πένες πήραν φωτιά. Οι υπερασπιστές της νομιμότητας, πατώντας, χωρίς καμία αιδώ, στην τραγική δολοφονία των συμπολιτών μας, άρχισαν να “αναλύουν”, με αμφίβολη πειστικότητα, το “ρόλο” των διαδηλωτών με σαφείς υπαινιγμούς ότι κάποιες στάσεις, κάποια συνθήματα, ακόμα και κάποιες πολιτικές θέσεις έχουν ως μόνο στόχο της κατάλυση του Συντάγματος. Για να δούμε όμως ποιός είναι αυτός που ζητάει ουσιαστικά κατάλυση του Συντάγματος - όχι σήμερα, εδώ χρόνια – με μερικά χειροποιαστά παραδείγματα:

Το “να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή” δεν το φώναζαν στην πορεία 50- 100 άτομα. Το φώναζαν χιλιάδες, που απ' όσο με βοηθά να καταλάβω το φτωχό μου μυαλό και η μικρή πείρα μου στο ρεπορτάζ δεν είχαν στο μυαλό τους έναν λοχία που θα κατεβάσει στους δρόμους τα τεθωρακισμένα να μας σώσει. Δεν ήταν αυτοί που τον Δεκέμβρη του 2008 πρότειναν οργισμένοι να αναλάβει την κατάσταση ο στρατός. Ήταν έλληνες πολιτικοί που ζέσταναν για χρόνια τα έδρανα του Κοινοβουλίου, ήταν “έγκριτοι” δημοσιογράφοι, ήταν γλιφτρόνια της πρασινογαλάζιας μεταπολιτευτικής διαφθοράς. Ήταν η οργή για το σάπιο σύστημα που βιώνουν εδώ και δεκαετίες που τους οδήγησε σ' αυτό το “τραβηγμένο” σύνθημα, ενώ για τους λάτρεις της “λυτρωτικής” επέμβασης του στρατού δεν ισχύει το ίδιο. Αυτους τους οδηγεί η επιθυμία να διασφαλίσουν με κάθε τρόπο την εξουσία τους, έστω και με την αναστολή 3-4 άρθρων του Συντάγματος.

Ποιός είναι αυτός που ζητά κατάλυση του συντάγματος; Ο διαδηλωτής - έστω ο βίαιος - ή αυτός που ζητά απέξω- απέξω κατάργηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι - που αποτελεί ρητή διάταξη του Συντάγματος- ώστε να οδηγηθεί η χώρα χωρίς πολλές διαμαρτυρίες (λόγω του φόβου προφανώς) στον μονόδρομο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Ποιός καταλύει το Σύνταγμα; Ο πιτσιρικάς που πετάει την πέτρα (και θυμείστε μου ΜΙΑ οργισμένη διαδήλωση στην ιστορία του 20ου αιώνα που να μην έπεσε έστω μία πέτρα. Ή θέλετε να σας θυμίσω την ανησυχία του πρωθυπουργού: “Θα μας πάρουν με τις πέτρες!” ) ή οι μαζικές προσαγωγές που εφαρμόζουν το εξώθφαλμα αντισυνταγματικό δόγμα της συλλογικής ευθύνης, σύμφωνα με το οποίο θεωρούνται κάποιοι ύποπτοι, απλώς και μόνο γιατί επιλέγουν να βρίσκονται σε μια συγκεκριμένη συνοικία. Ή πρέπει να είσαι διακεκριμένος επιστήμονας αφού χρησιμοποιώντας απλώς την κοινή λογική είναι εύκολο να καταλάβεις ότι αυτή η στάση της “Αρχής” παράγει με την ταχύτητα του φωτός ακόμα περισσότερους πιτσιρικάδες ταγμένους στην τυφλή βία.

Το “νόμος είναι το δίκιο του εργάτη” δεν είναι εφέρευση του ΚΚΕ. Είναι σύνθημα που γεννήθηκε στους εργατικούς αγώνες (εδώ και έναν αιώνα περίπου), στους αγώνες που διεκδικούσαν ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, πενθήμερη εργασία, 8ωρο, κοινωνική ασφάλιση. Και διατυπώθηκε ως απάντηση στους νόμους που προστάτευαν μόνο τα συμφέροντα των εργοδοτών (ναι,ναι ομοτράπεζε των τραπεζιτών, τέτοιοι ήταν και παραμένουν, εν πολλοίς, οι νόμοι). Μήπως θα πρέπει να το αντικαταστήσουμε με το “Νόμος είναι το δίκιο του θεσμικού επενδυτή”; Μα το έχουμε κάνει ήδη. Όταν επί της ουσίας καταργείς τον βασικό μισθό, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις την ώρα που το Σύνταγμα προβλέπει ρητώς στο άρθρο 22 ότι είναι υποχρέωση της πολιτείας να διασφαλίζει το ΔΙΚΑΙΩΜΑ στην εργασία και ότι πρέπει να φροντίζει για τη ΒΕΛΤΙΩΣΗ του εισοδήματος του, μέσω των συλλογικών συμβάσεων, είναι ή δεν είναι παραβίαση του Συντάγματος η πρόβλεψη στο μνημόνιο του ΔΝΤ ότι οι κλαδικές συμβάσεις μπορούν να μεταβάλουν το βασικό μισθό “επί τα χείρω”, όπως γλαφυρά περιέγραψε ο υπουργός Εργασίας; Είναι ή δεν είναι, εδώ και χρόνια, κουρέλιασμα του Συντάγματος το καθεστώς της ενοικίασης εργαζομένων; Ή μήπως υπάρχει στο Σύνταγμα διάταξη που προβλέπει ότι μπορείς να συμπεριφέρεσαι στον εργαζομένο σαν να είναι έπιπλο και μου διαφεύγει;

Να θίξουμε και το “καυτό” ζήτημα της ενημέρωσης; Εδώ κι αν σε λούζει κρύος ιδρώτας! Η πληροφόρηση, η είδηση είναι δημόσια αγαθά, όπως και η συχνότητα στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Αυτά δεν ανήκουν σε κανένα, ανήκουν σε όλους. Παραχωρούνται λοιπόν οι συχνότητες στους επιχειρηματίες με την υποχρέωση να ενημερώνουν και να προάγουν τον πολιτισμό (καλό ε; το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις;) Πεστε μου τώρα, ω υπερασπιστές του Συντάγματος τι σχέση έχει όλος αυτός ο καραγκιόζ μπερντές των δελτίων, όπου παίζει ένα λεπτό ρεπορτάζ και ακουλουθεί καφενές με γιαλατζί opinion leaders που έχουν ως μόνο στόχο τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, με την ενημέρωση και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών; (Ναι, ναι κι αυτά τα προβλέπει το Σύνταγμα!)

Μην ψάχνετε λοιπόν σε ανεγκέφαλους πιτσιρικάδες, σε τελειωμένους χουλιγκάνους, σε ιδεολογικές τάσεις της αριστεράς, σε παρεκλίνουσες συμπεριφορές και στα οργισμένα συνθήματα όσους ζητούν να καταλυθεί το Σύνταγμα. Κάθε μέρα αποδεικνύεται με όλο και πιο έντονο τρόπο ότι αυτοί που φλερτάρουν επικίνδυνα με την ιδέα του Συντάγματος ως κουρελόχαρτου, ως προσχήματος και όχι ουσιαστικού μοχλού δημοκρατικής λειτουργίας της κοινωνίας είναι οι λάβροι υπερασπιστές του!

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

Μαζί σου θα 'μαι αύριο κι ας μη σε γούσταρα ποτέ...


Αύριο ετοιμάζονται πολλοί- έτσι δηλώνουν τουλάχιστον- να βγουν στο δρόμο. Παρήγορο, θα πεις. Περίεργα ευχάριστο να βλέπεις, ακόμα κι απ' αυτούς που δεν το περιμένεις, να αφυπνίζονται, να έχουν διάθεση να συγκρουστούν με τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα. Αισθάνεσαι όμως με όλους το ίδιο; Έχεις την ίδια αφετηρία; Είχες πάντα τα ίδια όνειρα; Όχι. Αλλά θα είμαστε μαζί όσο κι αν κάποιους απ' αυτούς δεν τους γούσταρα ποτέ.
Ναι λοιπόν φιλαράκο και αυριανέ συνδιαδηλωτή!
Δεν σε γούσταρα όταν προσπαθούσες να φανείς τόσο φτωχός, όσο και οι φίλοι σου ιδιωτικοί υπάλληλοι, παρουσιάζοντας τον μισθό σου χωρίς τα επιδόματα, που σε έκαναν 3 φορές “πλουσιότερο”.
Δεν σε γούσταρα όταν σε συναντούσα στην αγορά, μέρα μεσημέρι την ώρα που έπρεπε να είσαι στη δουλειά σου και να εξυπηρετείς εμένα ή κάποιον σαν κι εμένα.
Δεν σε γούσταρα όταν έκλεινες τα 30 και μετρούσες συντάξιμα.
Δεν σε γούσταρα όταν έκλεινες τα 40 και έλεγες: “του χρόνου θα κάνω τα χαρτιά μου για σύνταξη”.
Δεν σε γούσταρα όταν έκλεινες με μισό μεροκάματο Αλβανούς για να σηκώσουν το αυθαίρετο.
Δεν σε γούσταρα όταν θα έδινες για δίπλωμα και έλεγες: “με 300 ευρώπουλα, το έχω”
Δεν σε γούσταρα όταν παπαγάλιζες αριστερά τσιτάτα σε χασαποταβέρνες και ήταν εμφανές ότι το μόνο αριστερό που είχε μείνει πάνω σου ήταν ότι ήσουν αριστερόχειρας
Δεν σε γούσταρα όταν γαμοσταύριζες 4 χρόνια τους δύο μεγάλους, αλλά στις εκλογές τους ψήφιζες λέγοντας: “ας διορίσουν την αδελφή μου και μετά θα τους γράψω στ' αρχίδια μου”.
Δεν σε γούσταρα όταν τζογάριζες το '99 και αγόραζες πούρα απο περίπτερα του Κολωνακίου για να γιορτάσεις τα limit up.
Δεν σε γούσταρα όταν το 2000 έκλαιγες γιατί έχασες τα μαλλιά της κεφαλής σου από τα limit down και το μόνο που μπορούσες να κάνει πλέον ήταν να βάλεις τα πούρα στον κώλο σου.
Δεν σε γούσταρα όταν έπαιζες λουλουδοπόλεμο στα σκυλάδικα “έτσι για πλάκα”
Δεν σε γούσταρα όταν μου πλασαριζόσουν ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος κι ας ήξερα ότι τα έπαιρνες από 100 μεριές
Δεν σε γούσταρα όταν μου αράδιασες τα διάφορα “προβλήματα” στη δουλειά, στην “υπηρεσία”, που για μένα έμοιαζαν λύσεις.
Δεν σε γούσταρα όταν προσπαθούσες να “χωθείς” και να πάρεις κι εσύ ένα ψιχουλάκι από τις χρυσές προμήθειες των Ολυμπιακών Αγώνων.

Αύριο στην συγκέντρωση να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά και να κοιτάς στα μάτια τους ανθρώπους δίπλα σου. Γιατί εκεί θα είναι ο απόμαχος των 600 ευρώ,εκεί θα είναι αυτός που έζησε στο πετσί του τι θα πει ανεργία, εκεί θα είναι κι αυτός που δουλεύει με “μπλοκάκι” και έχει ξεχάσει, εδώ και χρόνια, τι θα πει δώρο, εκεί θα είναι και η μάνα που μεγαλώνει φτύνοντας αίμα τρία παιδιά και το “πρόωρη συνταξιοδότηση” το έχει ακούσει μόνο στις ειδήσεις, εκεί θα είναι κι αυτός που δούλευε εκβιαζόμενος και ανασφάλιστος κάτω από συλλογική σύμβαση, πριν ακόμα μάθεις τι σημαίνουν τα αρχικά ΔΝΤ

Ρίξε μια ματιά γύρω σου να δεις – ίσως για πρώτη φορά- ποια είναι η πραγματική κοινωνία και όχι ο θλιβερός μικρόκοσμος, όπου είχες στεγάσει τις μικροαστικές σου ψευδαισθήσεις

Μαζί θα είμαστε αυτή τη μέρα. Γιατί ο κοινός μας εχθρός είναι και δυνατός και σαρωτικός για όλους μας. Αλλά να το ξέρεις, δεν ξέχασα. Απλώς, αν έχει αλλάξει η ματιά σου – επιτέλους- μπορώ να κάνω, από δω και πέρα, ότι δε θυμάμαι...