Τρίτη 14 Απριλίου 2009

Το Πάσχα και οι μικρές ενοχές


Το Πάσχα πάντα υστερούσε σε φωτογραφική φαντασία, σε σχέση τουλάχιστον με τα Χριστούγεννα, που έχουν χαρίσει στον καθένα δεκάδες (ίσως και εκατοντάδες λήψεις) δίπλα στο δέντρο με το χέρι να κρατά μία από τις μπάλες, λες και αυτή είναι ο αδύναμος κρίκος του στολισμού, αυτή είναι η μόνη που διέτρεχε τον κίνδυνο να τσακιστεί στο πάτωμα…
Το θείο δράμα και όλα όσα το συνοδεύουν δεν φωτογραφίζεται συνήθως. Τα ντοκουμέντα της συμμετοχής είναι ελάχιστα από τη Σταύρωση, τον Επιτάφιο ή ακόμα και από την Ανάσταση, εκτός αν έχουν συμβεί έξω από το αστικό περιβάλλον, που μπορεί να διαθέτει περισσότερες φωτογραφικές μηχανές, αλλά υστερεί σε αυθεντικότητα..
Είναι βέβαιο ότι έχω κάνει πάνω από 25 φορές Πάσχα στη γενέτειρα, αλλά αν θέλω να ανακαλέσω αναμνήσεις, αυτό με οδηγεί πάντα στη δεύτερη δεκαετία της ζωής μου, εκεί στα βόρεια, όταν η ταμπέλα του εσωτερικού μετανάστη δεν ήταν ακόμα ούτε καν ενδεχόμενο.
Η πιο θορυβώδης ημέρα ήταν πάντα η Μεγάλη Παρασκευή, κυρίως λόγω του Επιταφίου. Ανήκα τότε σε μπάντα προσκόπων, συμβάλλοντας με όλες μου τις δυνάμεις στο παράφωνο soundtrack της περιφοράς, που έσφυζε από κλάματα μικρών παιδιών, καινούργια ανοιξιάτικα φορέματα, κλεφτές ματιές εφήβων γεμάτες προσδοκία, γεροντικούς ψιθύρους που μιμούνταν ακατάληπτες ψαλμωδίες και έντονες ανοιξιάτικες μυρωδιές από τις λίγες ανάσες που είχε αφήσει στην εργατική Δυτική Θεσσαλονίκη η «λυτρωτική» για τους περισσότερους αντιπαροχή.
Αυτές οι περιφορές μου άφησαν ως ενθύμιο δύο- τρία ζευγάρια φθαρμένες σόλες παπουτσιών και τη στυφή γεύση από το επιστόμιο του πνευστού που υποκρινόμουν ότι έπαιζα.
…και η ανάμνηση της ενοχής. Όταν πια είχα εγκαταλείψει τα όνειρα να γίνω σολίστ πνευστού αραίωσα τις συμμετοχές μου στην περιφορά και μία απ’ αυτές τις «απουσίες» καταγράφηκε όταν γυμνός με ένα επίσης γυμνό κορμί δίπλα μου, μέσα σε γκαρσονιέρα με δανεικά κλειδιά, ανακάλυπτα πως μπορεί να γίνει πραγματικότητα η Ανάσταση μέσω του βασικού ενστίκτου, την ώρα που η παραφωνία της μπάντας οδηγούσε τον Επιτάφιο πίσω στην εκκλησία και χάριζε σε δύο ερασιτέχνες εφήβους εραστές πένθιμο ρυθμό στη γιορτή τους. Βγήκα στο δρόμο με το χαμόγελο μέχρι τ΄αυτιά, ευτυχής αλλά και με μία ενοχή, ότι το ευτυχές γεγονός έγινε σε λάθος χρόνο, τη στιγμή που όφειλα να πενθώ. Μάλλον γι αυτό επανέλαβα την «εμπειρία» και τη Δεύτερη μέρα του Πάσχα, αλλά δεν κατάφερα να διασκεδάσω την ενοχή μου, αφού ακόμα και τώρα η «εμπειρία» της Μεγάλης Παρασκευής παραμένει πιο ψηλά στο βάθρο.
Στην πορεία οι ενοχές υποχώρησαν, το Πάσχα μεταφράστηκε με μίνι 4ημερες διακοπές στην πατρίδα, όπου η άφιξη σου συνοδευόταν από ένα καλομαγειρεμένο, πλην σχετικά άγευστο, νηστίσιμο πιάτο. Και η επιστροφή στην πρωτεύουσα, πάντα με συμπτώματα δυσπεψίας και το «πένθιμο εμβατήριο» της επιστροφής στη δουλειά να ηχεί – πάντα παράφωνο- στ’ αυτιά σου!

1 σχόλιο:

Νάση είπε...

Το θείο δράμα και όλα όσα το συνοδεύουν δε φωτογραφίζεται συνήθως γιατί ανήκει στο μακρινό παρελθόν. Ή απλά ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας. Και μια αναπαράσταση (φωτογραφία) της αναπαράστασης (λατρείας) υστερεί σε σημασία. Τα ντοκουμέντα για τα γεγονότα εκείνης της εποχής ελέγχονται ως ανακριβή, άσε που είναι και δυσέβρετα. Δεν υπήρχαν και φωτογραφικές μηχανές αλλά ούτε δημοσιογράφοι. Εκείνο πάντως που με σχετική βέβαια ακρίβεια μπορούμε να προσδιορίσουμε – έστω και χωρίς φωτογραφικά ντοκουμένα, ω τί κρίμα!! – είναι τί έκανες τη Μ. Παρασκευή του 1981 ή 1982. Σωστά; Κι επειδή η φετεινή Μ. Παρασκευή πλησιάζει ίσως ετοιμάζεται ν’ ανέβει για μια ακόμα φορά στο βάθρο – ως εμπειρία – πράγμα που σου ευχόμαστε αλλά plleeaassseeee όχι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Επίσης εύχομαι η άφιξή σου στην πατρίδα να συνοδευτεί εφέτος από γευστικότατο πλήρες μενού που να περιλαμβάνει ορεκτικά, κυρίως πιάτο κι επιδόρπιο, κανένα νηστίσιμο. Φυσικά ποτό και μετά καφέ όχι της παρηγοριάς αλλά τον καφέ εκείνο που θα σου επιτρέψει ένα γλυκόπιοτο τσιγάρο – ξέρεις εκείνο το τσιγάρο το «μετά».
Sorry αλλά με προκάλεσες μέρες που είναι!!!
ΑΜΗΝ